- αλεξιφάρμακος
- ἀλεξιφάρμακος, -ον (Α)1. αυτός που ενεργεί ως αντίδοτο, που εξουδετερώνει το δηλητήριο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλεξιφάρμακονα) αντιφάρμακο, αντίδοτοβ) μαγικό φίλτρο, φυλαχτόγ) γιατριά, θεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι-* (< ἀλέξω) + φάρμακον].
Dictionary of Greek. 2013.